- Ιλιοπόρος
- Ἰλιοπόρος, ὁ (Α)αυτός που ταξιδεύει στο Ίλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴλιον + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο-πόρος, οδοι-πόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰλιοπόρος — faring to Ilium masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek